πνευματώδη

πνευματώδη
πνευματώδης
like wind
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
πνευματώδης
like wind
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
πνευματώδης
like wind
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πνευματώδης — ες, ΝΜΑ [πνεύμα, ατος] αέριος, ὁμοιος με τον αέρα, σε αντιδιαστολή με τον υδατώδη νεοελλ. 1. αυτός που περιέχει οινόπνευμα, ο οινοπνευματώδης («πνευματώδη ποτά») 2. ευφυής, εύστροφος, ετοιμόλογος μσν. φρ. «πνευματώδες ζῴδιον» ζώδιο τού οποίου το… …   Dictionary of Greek

  • ευφυολόγος — ο 1. αυτός που λέει έξυπνα καὶ πνευματώδη λόγια, ευφυολογίες, ο χαριτολόγος 2. αυτός που λέει έξυπνα, επιτυχημένα αστεία. επίρρ... ευφυολόγως με ευφυολογίες, με πνευματώδη διάθεση, αστεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευφυής + λόγος (< λέγω), πρβλ. γλωσσο… …   Dictionary of Greek

  • άναντα — Ένας από τους κυριότερους μαθητές του Βούδα και πρώτος εξάδελφός του. Ο ίδιος ο Βούδας, λίγο πριν πεθάνει, έπλεξε το εγκώμιο του Ά., λέγοντας γι’ αυτόν ότι ήταν από τους πιο πνευματώδεις συνομιλητές. Ο Ά. εργάστηκε δραστήρια για τη συγκρότηση των …   Dictionary of Greek

  • γελοιογραφία — Η τέχνη της παραμόρφωσης των χαρακτηριστικών ενός προτύπου με σκοπό να το σατιρίσει, να το ερμηνεύσει ή να τονίσει, υπερβάλλοντάς τα, ορισμένα ψυχολογικά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Η γ. μπορεί ακόμα να διακωμωδήσει ή να καυτηριάσει έναν… …   Dictionary of Greek

  • εκφωνητής — Πρόσωπο που διαβάζει στο μικρόφωνο ειδήσεις και διάφορα ανακοινωθέντα. Ο όρος ε. εμφανίστηκε με την άνοδο της ραδιοφωνίας, αλλά για μεγάλο χρονικό διάστημα χρησιμοποιούσαν τη λέξη σπίκερ (speaker), η οποία στην αγγλική γλώσσα σημαίνει τον πρόεδρο …   Dictionary of Greek

  • κλόουν — (clown). Αγγλικός όρος που χρησιμοποιείται σε όλο τον κόσμο για να χαρακτηρίσει έναν τύπο καλλιτέχνη, κωμικό και ακροβάτη, που εμφανίζεται στο τσίρκο ή, σπανιότερα, στα θέατρα με ποικίλο πρόγραμμα και στα μιούζικ χολ. Ο κ., στον οποίο λανθασμένα… …   Dictionary of Greek

  • ρητορική — Η τέχνη της ρητορείας στον προφορικό και γραπτό λόγο και, με ειδικότερη έννοια, η τέχνη της «πειθούς», την οποία εισήγαγαν οι σοφιστές. Άνθησε στην αρχαία Ελλάδα κατά τον 5o αι. π.X. με τον Θρασύμαχο τον Χαλκηδόνιο, τον οποίο απαθανάτισε ο Πλάτων …   Dictionary of Greek

  • σκέρτσο — (Μουσ.). Όρος, που στην αρχή σήμαινε κάποια ζωηρότητα στην εκτέλεση («scherzando») και κατόπιν (ήδη από το 17o αι.) ένα είδος σύνθεσης, ακόμα και φωνητικής, που απαιτεί δεξιοτεχνία, σχεδόν ανάλογη με το καπρίτσιο. Στη μουσική δωματίου (κυρίως στη …   Dictionary of Greek

  • Ανουίγ, Ζαν — (Jean Anouilh, Μπορντό 1910 – 1987). Γάλλος θεατρικός συγγραφέας. Στις πρώτες του κωμωδίες,όπως Η Ερμίνα (1932), Ο ταξιδιώτης χωρίς αποσκευές (1937) και Η άγρια (1938), που μπορούν να θεωρηθούν προοίμιο της μελλοντικής θεατρικής του… …   Dictionary of Greek

  • Γκέι, Τζον — (John Gay, Μπάρνσταπλ 1685 – Λονδίνο 1732). Άγγλος ποιητής και συγγραφέας. Στενός φίλος του Πόουπ και του Σουίφτ, παρουσιάστηκε στη λογοτεχνική σκηνή το 1708 με το ποίημα Κρασί. Στο θέατρο παρουσιάστηκε το 1712 με το έργο Mohocks, φάρσα ελάσσονος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”